μονόπαντα

μονόπαντα
μονόπαντα και μονόμπαντα επίρρ., από μια μόνο πλευρά, μονόπλευρα: Αποφασίζει για όλα εξετάζοντάς τα μονόπαντα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κακοζυγιασμένος — και κακοζυγισμένος, η, ο 1. αυτός που ζυγίστηκε λάθος, ο λειψός στο βάρος 2. αυτός που δεν έχει καλή ζύγιση, αυτός που γέρνει προς τη μία πλευρά, που πάει «μονόπαντα» («κακοζυγιασμένη βάρκα») …   Dictionary of Greek

  • μονόπαντος — και μονόμπαντος, η, ο αυτός που γέρνει από τη μία πλευρά, μονόπλευρος. επίρρ... μονόπαντα και μονόμπαντα από τη μία μόνο πλευρά, γέρνοντας προς το ένα πλευρό, μονόπλευρα.* [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + (μ)πάντα «πλευρά, στρατιωτική μουσική»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”